background

Εγκυκλοπαίδεια βοτάνων

Echinacea purpurea (L.) Moench

Purple Coneflower

Ιστορία

Echinacea purpurea - Purple Coneflower

Το όνομα "Echinacea" προέρχεται από την ελληνική λέξη έχινος (σκαντζόχοιρος) και αναφέρεται στην ακανθώδη βάση της κεφαλής του άνθους. Η λέξη "Purpurea" σημαίνει στα λατινικά "μωβ-κόκκινο". Αυτό το κωνοφόρο άνθος αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά θεραπευτικά βότανα για τους γηγενείς Αμερικάνους που ζούσαν στα λιβάδια της Βορείου Αμερικής, ιδίως για τις φυλές Cheyenne, Dakota (= Sioux, Oglala), Kiowa, Crow, Omaha, Pawnee, Ponca, Teton, Delaware και Comanche. Χρησιμοποιούσαν τον χυμό ή χειροποίητη πάστα από το υπέργειο τμήμα του βοτάνου ή μασούσαν κομμάτια από τη ρίζα του. Σπανιότερα παρασκεύαζαν και αφεψήματα. Παραδοσιακά η εχινάκεια χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση εγκαυμάτων, φλεγμονών των ούλων, για τον πονόδοντο, τον πονόλαιμο, τον βήχα αλλά και για την αντιμετώπιση λοιμώξεων όπως παρωτίτιδα, ιλαρά και γονόρροια. Υπάρχουν πολλές αναφορές σχετικά με τη χρήση της εχινάκειας σε τσιμπήματα εντόμων και φιδιών και γενικότερα ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις. Οι γηγενείς Αμερικανοί δεν ξεχώριζαν τα είδη της εχινάκειας αλλά χρησιμοποιούσαν τα βότανα που αναπτύσσονταν κοντά στους καταυλισμούς τους.

Οι λευκοί άποικοι της Βορείου Αμερικής υιοθέτησαν τη χρήση της εχινάκειας από τους Αμερικανούς. Από το 1737 το βότανο και οι θεραπευτικές του χρήσεις περιγράφονται από τον John Clayton στο βιβλίο του "Κατάλογος Φυτών, Φρούτων και Δέντρων των γηγενών στη Virginia". Το 1852 η E. purpurea συγκαταλέχθηκε στο "Ecclectic Dispensatory of the United States" για την επιτυχή χρήση της ενάντια στη σύφιλη. Το πρώτο φαρμακευτικό ίαμα παρασκευάστηκε και πωλήθηκε γύρω στο 1869 στην πόλη Pawnee από τον Γερμανό H.C.F. Meyer υπό την επωνυμία «Meyer's Blood Purifier». Εκείνη την περίοδο αυξήθηκαν τόσο οι θετικές αναφορές από ανθρώπους που χρησιμοποίησαν τα ιάματα εχινάκειας όσο και η γνώση γύρω από τις θεραπευτικές της ιδιότητες. Παρόλα αυτά, το 1909 η αναγνώριση της αποτελεσματικότητας της εχινάκειας απορρίφθηκε και δεν συμπεριλήφθηκε στην λίστα με τα "Νέα και Μη-Επίσημα Ιάματα". Το 1911, δημοσιεύτηκαν οι πρώτες συγκεντρωτικές φαρμακο-διαγνωστικές έρευνες σχετικά με την E. angustifolia. Το 1930 το ενδιαφέρον για την εχινάκεια μειώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και περιορίστηκε ο αριθμός των σχετικών δημοσιευμένων άρθρων.

Στην Ευρώπη το κωνοφόρο άνθος δεν ήταν ευρέως γνωστό μέχρι το 1897. Το 1900 ο Clarke περιέγραψε λεπτομερώς πετυχημένες κλινικές εφαρμογές του βοτάνου στο Dictionary of Practical Material Medical. Το 1906 δημοσιεύθηκε μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε με ομοιοπαθητικό φαρμακευτικό σκεύασμα και το 1924 η E. angustifolia συμπεριλήφθηκε στο Dr. Wilmar Schwabe's Homeopathic Medicine Book.

Ο Alfred Vogel ήρθε σε επαφή με το μωβ κωνοφόρο άνθος στις αρχές του 1950 κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Νότια Ντακότα των ΗΠΑ. Ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τον θεραπευτή της περιοχής Ben Black Elk ο οποίος τον μύησε στις θεραπευτικές μεθόδους της φυλής του και του δώρισε μερικούς σπόρους εχινάκειας. Τα βότανα που προήλθαν από αυτούς τους σπόρους αποτέλεσαν τη βάση των θεραπειών του Alfred Vogel.

Χαρακτηριστικά βοτάνου

Echinacea purpurea - Botanical characteristics

Το μωβ κωνοφόρο βότανο είναι πολυετές με σχετικά λεπτές, διακλαδωτές ρίζες, από τις οποίες αναπτύσσει σταθερό μίσχο ύψους 60 έως 150 εκατοστών και σκληρά τριχίδια. Τα σκούρα πράσινα, πεταλωτά φύλλα της βάσης του βοτάνου έχουν ωοειδές ή λογχοειδές σχήμα και είναι μυτερά και πριονωτά. Τα φύλλα του μίσχου είναι μικρότερα και οδοντωτά σε όλο το μήκος τους και τραχιά και στις δύο πλευρές.

Οι μακριές, κωνικές κεφαλές των ανθών έχουν ύψος από 1.5 έως 2.5 εκατοστά και διάμετρο περίπου 4 εκατοστά. Οι στήμονες, οι οποίοι έχουν πορτοκαλί προς μαύρο χρώμα και μήκος περίπου 5 χιλιοστά, είναι ιδιαίτερα σκληροί γεγονός που δικαιολογεί ότι το βότανο μοιάζει με «κεφαλή σκαντζόχοιρου». Τα κρεμαστά πέταλα κόκκινου-μωβ χρώματος έχουν μήκος από 4 έως 6 εκατοστά.

Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της E. purpurea είναι έντονα διακριτά (για παράδειγμα οβάλ, οδοντωτά φύλλα, έντονα κόκκινα πλατύφυλλα άνθη). Στα πρώτα χρόνια της ζωής του το βότανο ανθίζει το Σεπτέμβριο και κατά τα επόμενα χρόνια ανθίζει τον Ιούλιο.

Φυσικό περιβάλλον

Echinacea purpurea - Habitat

Η οικογένεια της εχινάκειας είναι γηγενής στα κεντρικά και νοτιο-ανατολικά μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών. Κάποια είδη για παράδειγμα η E. Αngustifolia, η E. Purpurea και η E. Pallida, είναι πιο διαδεδομένα ενώ άλλα είδη όπως η E. Laevigata, η E. Tennesseensis και η E. Paradoxa ευδοκιμούν σε λιγότερες περιοχές. Η E. Tennesseensis ανήκει στη λίστα με τα βότανα προς εξαφάνιση. Η E. Purpurea ευδοκιμεί σε ημισκιερά μέρη με υγρασία όπως δάση και περιοχές έως 1500 μέτρα υψόμετρο.

Η νοθεία στα σκευάσματα εχινάκειας είναι φαινόμενο που παρατηρείται πολύ συχνά. Καλλιεργώντας E. Purpurea από το δικό της απόθεμα σπόρων, όπως υπέδειξε ο Alfred Vogel, η Α.Vogel διασφαλίζει την ποιότητα και την γενετική ομοιομορφία του βοτάνου ενώ παράλληλα προστατεύει το φυσικό περιβάλλον από ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση.

Παρασκευή

Echinacea purpurea - Preparation

Η A.Vogel χρησιμοποιεί αλκοολικά εκχυλίσματα από τα φρέσκα υπέργεια τμήματα Echinacea Purpurea. Χρησιμοποιεί τις φρέσκες ρίζες εχινάκειας βιολογικής καλλιέργειας, ζωής τουλάχιστον τριών ετών. Κάποιες εταιρίες παρασκευάζουν πολυσακχαρίτες εχινάκειας από ιστολογικές καλλιέργειες μεγάλης κλίμακας. Παρόλα αυτά, τέτοιου είδους προϊόντα δεν θεωρούνται φυτοθεραπευτικά ιάματα.

 


Echinaforce® Forte 40 tabs

Echinaforce® Junior 120 tabs

Echinaforce® Throat Spray 30ml

Uva-ursi Complex Drops 50ml